- ποντοπορία
- η, ΝΑ [ποντοπόρος]ο πλους διά θαλάσσης, θαλασσοπορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποντοπορία — η βλ. ποντοπλοΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποντοπλοΐα — η το ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα, αλλ. ποντοπορία (αντίθ. ακτοπλοΐα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)